άσπλαχνος

άσπλαχνος
impitoyable

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • άσπλαχνος — (AM ἄσπλαγχνος) αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος αρχ. 1. ο δειλός 2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνον το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • άσπλαχνος — η, ο επίρρ. α σκληρός, απάνθρωπος, άκαρδος, άπονος: Ήταν άσπλαχνος ακόμη και στα δικά του παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηλεόθυμος — νηλεόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανήλεη ψυχή, σκληρός, άσπλαχνος («νηλεόθυμος χάρων», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + θυμός (πρβλ. κακό θυμος, μεγαλό θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • άβουλος — η, ο (Α ἄβουλος, ον) [βουλή] ο δίχως βούληση, θέληση νεοελλ. ο δίχως πρωτοβουλία, αναποφάσιστος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται άσχημα ή επιπόλαια, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. άκαρδος, άσπλαχνος, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

  • άθερος — η, ο αυτός που δεν θερίστηκε, ο αθέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θερίζω πρβλ. καρπίζω άκαρπος, σπλαχνίζομαι άσπλαχνος] …   Dictionary of Greek

  • άκαρδος — η, ο 1. δειλός, άτολμος 2. άσπλαχνος, σκληρός 3. απρόθυμος, ανειλικρινής, επίπλαστος «γέλιο ψυχρό και άκαρδο». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ουσ. καρδία. ΠΑΡ. ακαρδοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • άπονος — η, ο (AM ἄπονος, ον) μσν. νεοελλ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. 1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος 2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος 3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης …   Dictionary of Greek

  • άψυχος — η, ο (AM ἄψυχος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψυχή ζωή («τα έμψυχα και τα άψυχα») 2. ο νεκρός 3. ο μικρόψυχος, ο δειλός (μσν νεοελλ.) 1. λιπόθυμος, αναίσθητος 2. άτονος 3. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. φρ. «ἄψυχος βορά» μη ζωική, φυτική τροφή …   Dictionary of Greek

  • αδόνητος — η, ο (Α ἀδόνητος, ον) [δονῶ] αυτός που δεν δονείται ή δεν δονήθηκε, ασάλευτος, ακλόνητος νεοελλ. ασυγκίνητος, άσπλαχνος, σκληρός …   Dictionary of Greek

  • ακήλητος — ἀκήλητος, ον (Α) [κηλῶ ( έω)] αυτός που δεν γοητεύεται εύκολα και συνεκδ. αδυσώπητος, σκληρός, άσπλαχνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”